Κυριακή 27 Ιουλίου 2008

για όσα χάνουμε

Χάνουμε τα πάντα και φταίμε όλοι μαζί
που σε λίγο καιρό θα ζητιανεύουμε ζωή

θα κλέβουμε χαρές ή θα γιορτάζουμε τη θλίψη
θα ζηλεύουμε ευτυχία κι όλα όσα έχουμε κρύψει
θα πνίγουμε έτσι εύκολα το δάκρυ
θα βιαζόμαστε να πούμε πως τη βρήκαμε την άκρη
θα ντυνόμαστε ακριβά θα 'χουμε ψηλό καθρέφτη
θα τα βλέπουμε αλλιώς θα τον έχουμε για ψεύτη

της ζωής μας ο σκοπός θα είναι ένα τιμόνι
θα φοβίζει η μοναξιά και θα σκοτώνει
θα σπουδάζουμε για 'κείνους θα πονάμε όμως για μας
θα φωνάζουμε ο φόβος να φανεί σαν τσαμπουκάς
θα γλύφουμε όσα φτύνουμε δε θα υπάρχει λάθος
αυτά που σιχαινόμαστε θα γίνουμε με πάθος

θα δουλεύουμε περιμένοντας μια αργία
για να 'χει η μιζέρια μας και μια δικαιολογία

Χάνουμε, τι κάνουμε
Ζωή σε χάνουμε, τρομάζουμε
Τα πάντα χάνουμε και δεν αλλάζουμε

Μόνο φωνάζουμε
Για όσα χάνουμε

Νέοι άνθρωποι που λες αγκαλιά με νέο αιώνα
και μη σε δω να κλαις τήρησε τον κανόνα
η εξέλιξη σε θέλει απ' τα πιο σκληρά παιδιά της
η καινούργια σου μητέρα έχει αίμα στην ποδιά της
θα σε πάρει αγκαλιά με τα χέρια λερωμένα
θα γελάει ενώ τρομάζεις με τα δόντια σου σφιγμένα
μα κάποιοι σκέφτονται για σέναφτιάχνουν το αύριο ενώ μισούν τα περασμένα
ό,τι δε βρεις εσύ και τα παιδιά σου
θα 'χει πνιγεί απ' αυτά που 'χεις μπροστά σου

ό,τι δε νιώσεις μη βιαστείς πουθενά να το χρεώσεις
κοίτα στην πάρτη σου εξηγήσεις πια να δώσεις

φταις κι εσύ φταίω κι εγώ για ό,τι χάνουμε
και μη φοβάσαι κι οι δυο τρομάζουμε
άλλοι το βουλώνουμε και άλλοι το φωνάζουμε
άλλοι πονάμε κι άλλοι τρομάζουμε

Χάνουμε, τι κάνουμε
Ζωή σε χάνουμε, τρομάζουμε
Τα πάντα χάνουμε και δεν αλλάζουμε
Μόνο φωνάζουμε
Για όσα χάνουμε

τρίχες...κι όμως....

σήμερα με πλησίασε ένα στρατιωτικός.
αρκετά μεγαλύτερος από μένα.
άφησε το χέρι του να ακουμπήσει φιλικά πάνω στον ώμο μου.

γυρνάει και μου λέει...

- "σε βλέπω ΄κάθε πρωί και παίρνω κουράγιο?"

- του απαντάω: "γιατί?"

- "γιατί ακόμα δεν έχω ασπρίσει όσο και σύ!"

εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να μου ριχνες κάποιος μία δυνατή μπουνια στο στομάχι.

μετά από λίγο κοιτάχθηκα προσεχτικά στον καθρέφτη.
εχω ασπρίσει κι άλλο.

μου το επιβεβαλίωσε και ο Γιάννης.
- "από τότε που ήρθαμε μυτιλήνη, έχεις ασπρίσει κι άλλο, αλλά δεν σου λέω τίποτα. δεν θέλω να σε στεναχωρήσω"

ναι. εχω ασπρίσει κι άλλο.
σκατά.

δεν είναι θέμα εμφάνισης.
δεν θέλω αυτά που με ζορίζουν μέσα μου, να βγαίνουν έξω μου.

όλα γκρίζα.
κοντεύουν.
ξαφνικά το γκρι γίνεται το βασικό χρώμα...

γκρι ζωή...
εγώ ήμουν άσπρο μάυρο.
τώρα, γκρι.

πατέρας και υιός

εγραψα στον πατέρα μου.
αυτό το οποίο στερούμαι, άρχισα να το δείνω στους άλλους.
πάντα δυσκολευουν να του πω πόσο τον αγαπάω.

δεν μου έβγαινε και ακόμα δεν βγαίνει να του το πω με λόγια.
μπορώ όμως να του το πω γραμμένο.

το κανα.
δάκρυσα.

μετά από 20 σχεδόν χρόνια, το έγραψα.

ο πατέρας μου, πλέον είναι πατέρας μου.
για χρόνια, οι θέσεις είχαν αντιστραφεί.

είχα σταματήσει να το καμαρώνω. ντρεπόμουν για κείνον.
ντρεπόμουν για μένα που ντρεπόμουν.

ένιωθα ότι ποτέ δεν υπήρξα έτοιμος για να αναλάβω όλα αυτά τα οποία μου άφησε στην πλάτη μου.

ήταν σαν να είχε πεθάνει.
σαν ενα φαντασμα το οποίο τριγύρναγε στη ζωή μου και απλά μου πρόσθετε προβλήματα...

όλα τελείωσαν.
όλα είναι καλά τώρα.

είναι καλά.
είναι πραγματικά καλά.

τώρα μπορώ να του ότι τον αγαπώ και πως τον σέβομαι πάλι.
Πατέρα, σαγαπώ.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008

M' ακούς?

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,
γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε Ακουστά σ'έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο
Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς ;
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ'ακούς ;
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ'ακούς ;
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ'ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ'ακούς
Είμ'εγώ,μ'ακούς ; Σ'αγαπώ,μ'ακούς ; Σ
έ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ'ακούς ;
Πού μ'αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ'ακούς Σ
ού κρατεί τό χέρι πάνω απ'τούς κατακλυσμούς ;
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά'ρθει μέρα,μ'ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα,μ'ακούς ;
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν'ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ'ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ'ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ'ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ'ακούς ;
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ'ακούς ;
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ'ακούς ;
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ'ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς,μ'ακούς ;

Σ'άλλη γή,σ'άλλο αστέρι,μ'ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ'ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ'ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ'ακούς ;
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ'ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ'ακούς ;
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;

Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς

Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,μ'ακούς;

εκει που όλα τελειώνουν, κανείς δεν ξέρει τι ξεκινάει.

τον τελευταίο καιρό γράφω συχνά.
πιο συχνά από κάθε άλλη φάση στη ζωή μου.
στέλνω και γράμματα.
χωρίς καμία ανταπόκριση.
χωρίς καμία απάντηση.
ακόμα και σε αυτά, δέχομαι κριτική.

όλα τελείωσαν στις 12 Μαίου.
και όλα τα "υπόλοιπα" ξεκίνησαν επίσης τότε.

δεν πήγα στον πόλεμο, αλλά ντύθηκα στα χακί.

και αυτό αναστάτωσε τη ζωή μου.

πως αφήνεις πίσω αυτήν που αγαπάς?
πως θα κοιμηθείς μόνος όταν κοιμάσαι μαζί της κάθε βράδυ.
η μυρωδιά της είναι αναπόσπατο κομμάτι κάθε ονείρου μου.

πως μπορεί μία σύνδεση Internet θα πυροδοτήσει τα πάντα?
πώς μπορούν 160 μέρες να με κάνουν να γαμήσω την υπόλοιπη ζωή μου.
γιατί, ναι, πίστευα πως μαζί της θα πέρναγα την υπόλοιπη ζωή μου.

και τα χασα.

αλλά τελικά δεν είχα το δικαίωμα να το κάνω.

εχω μάθει να πίθω πως είμαι δυνατός.
και τελικά κατέληξα αδύναμος.
και τώρα πιο αδύναμος από ποτέ.
και φοβάμαι ότι εχω και άλλο ακόμα...ο πάτος είναι κοντά. τον αγγίζω, αλλά δεν τον εχω πιάσει ακόμα.
με περιμένει κι αυτός.

και τελος πάντων...όλα μου μοιάζουν αφιλόξενα.

κι όλα αυτά γιατί ζητούσα αγάπη και προσοχή σαν εγκαταλελημένο παιδί.

μου λείπει η αγάπη.
μου λείπει το να την δω, να την αγγίζω.
όχι να την υποθέτω.
δεν θέλω να υποθέτω. ουτε να αναρωτιέμαι.
δεν απολαμβάνω τις καλά κρυμμένες εκφράσεις αγάπης πίσω από ανασφάλειες.

θέλω αγάπη.
θέλω φροντίδα.
όλοι θέλουν. το χω ανάγκη.
δεν ντρέπομαι πλέον. το δηλώνω.

έμαθα να αγαπώ, ώστε και με λάθος τρόπο.
δεν έμαθα ποτέ να αγαπιέμαι.

δεν το θέλω άλλο ποια.
εχω και γω χώρο για να αφήσει κάποια την αγάπη της.

ήθελα από κείνη.
αλλά με άφησε.
την έκανα να με αφήσει?

ίσως,,,

τώρα αυτή προσπαθεί να αδειάσει τα σωθηκά της από μένα.
και εγώ προσπαθώ να γεμίσω τα κενά που μου άφησε ακάλυπτα.

πολλοι μετράν μέρες αντίστροφα για αυτό που έχει κάποια στιγμή ημερομηνία λήξης.
μετράω μέρες για το πόσος καιρός θα χρειαστεί να περάσει για να με κοιτάξει στα μάτια και να μου πεις πως μαγαπά.
80 και σήμερα...

και από τι φαίνεται μάλλον τα περάσει μια ζωή και δεν θα το ακούσω ξανά.
γιατι αυτή επέλεξε να είναι η τιμωρία μου.
να μου στερεί αυτό που έχω ανάγκη.
αυτό που ήθελα περισσότερο από κείνη.

η απολυτότητα του κενού με καλώς ορίζει στην καθημερινότητα μου,
αλλά δεν είμαι ακόμα ετοιμος να τη δεχθώ...

όχι ακόμα. όχι εγώ.
ακόμα και αν μείνω μισοάδειος.
ακόμα και αν μείνο μισογεμάτος.
κάτι θα νιώθω.
έστω και πόνο...